- μακριά
- (Μ μακριά, μακρέα και μακρεά)επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη»)νεοελλ.1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα»)2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου μας» — λέγεται ως δήλωση αποτροπής κάποιου κακούβ) «ζει μακριά απ' τον κόσμο» — είναι ακοινώνητοςγ) «είμαστε μακριά» — δεν συμφωνούμεδ) «μακριά είσαι νυχτωμένος» — δεν καταλαβαίνεις τίποτεε) «είσαι μακριά» — απέχεις πολύ από την πραγματικότηταμσν.φρ. «στα μακρέα» — για μεγάλο χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακριά < μσν. μακρέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλέα > μηλιά, ελαία > ελιά). Ο μσν. τ. μακρέα προήλθε από τον πληθ. του ουδ. τού επιθ. μακρύς κατά το επίρρ. βραχέα].
Dictionary of Greek. 2013.